- πυθόνικος
- -ον, Αβλ. πυθιόνικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πυθόνικος — Πῡθόνῑκος , Πυθόνικος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
πυθιόνικος — και πυθόνικος, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νίκη στα Πύθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύθια + νικος (< νίκη), πρβλ ὀλυμπιό νικος] … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Πυθονίκῳ — Πῡθονί̱κῳ , Πυθόνικος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)